-
1 письменный
письменный 1) γραπτός, γραφτός· \письменный экзамен τα γραφτά, οι γραφτές εξετάσεις 2);\письменный стол το γραφείο· \письменныйые принадлежности τα γραφικά είδη письмо с το γράμμα, η επιστολή· заказное \письменный η συστημένη επιστολή· ценное \письменный το γράμμα αξίας* * *1) γραπτός, γραφτόςпи́сьменный экза́мен — τα γραφτά, οι γραφτές εξετάσεις
2)пи́сьменный стол — το γραφείο
пи́сьменные принадле́жности — τα γραφικά είδη
-
2 письменный
επ.1. γραφτός, -πτός,έγγραφος•-ое донесение έγγραφη αναφορά•
-ая работа γραπτή εργασία•
-ая речь γραπτός λόγος•
-ое обещание γραπτή υπόσχεση•
-ое доказательство γραπτή απόδειξη•
-ые знаки γραπτά σημάδια (τα γράμματα).
2. της γραφής για γράψιμο•-ые принадлежности τα είδη (χρειώδη) γραφής•
письменный стол το γραφείο (τραπέζι)•
письменный набор η καλαμαριά, το καλαμάρι.
εκφρ.в -ом виде – εγγράφως, γραπτώς, γραφτά•письменный язык – ο γραπτός λόγος. -
3 письменный
пи́сьменн||ыйприл1. (написанный) γραπτός, Εγγραφος, γραφτός:\письменныйая работа τό γραπτό· в \письменныйой форме ἐγγράφως, γραπτώς·2. (служащий для писания) τής γραφής:\письменныйый прибор ἡ καλαμαριά· \письменныйый стол τό γραφεῖο[ν]· \письменныйые принадлежности τά σκεύη τοῦ γραφείου. -
4 стол
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стол
-
5 стол
стол м 1) το τραπέζι* письменный \стол το γραφείο; за - ом στο τραπέζι; накрывать (на) \стол στρώνω το τραπέζι 2): \стол заказов το γραφείο παραγγελιών* * *м1) το τραπέζιпи́сьменный стол — το γραφείο
за столо́м — στο τραπέζι
накрыва́ть (на) стол — στρώνω το τραπέζι
2)стол зака́зов — το γραφείο παραγγελιών
-
6 стол
столм1. τό τραπέζι, ἡ τράπεζα:письменный \стол τό γραφείο· ломберный \стол τό πράσινο τραπέζι· обеденный \стол τό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ· накрывать (на) \стол στρώνω τό τραπέζι· убирать со \стола σηκώνω τό τραπέζι·2. (о питании) τό φα· γητό/ ἡ κουζίνα (кухня):\стол и квартира φαγητό καί κατοικία· диетический \стол ἡ διαιτητική κουζίνα·3. (бюро) τό τμήμα:\стол заказов τμήμα παραγγελιών адресный \стол τό γραφείο διευθύνσεων, ἡ ὑπηρεσία διευθύνσεων. -
7 стол
стол 1-а α.1. τραπέζι•круглый стол στρογγυλό τραπέζι•
обеденный стол τραπέζι φαγητού•
ломберный стол πράσινο τραπέζι•
письменный стол το γραφείο•
операционный стол χειρουργικό τραπέζι.
2. φαγητό, τροφή•за -ом στο φαγητό,την ώρα του φαγητού•
встать из-за -а σηκώνομαι από το τραπέζι (το φαγητό)•
пригласить к -у προσκαλώ στο τραπέζι (να φάμε)•
общий стол κοινό φαγητό•
нанимать квартиру со -ом νοικιάζω διαμέρισμα και με φαγητό μαζί•
убирать со -а σηκώνω, συμμαζεύω το τραπέζι• απο-σκευάζω το τραπέζι•
подать на стол σερβίρω το φαγητό•
обед на - το τραπέζι είναι έτοιμο (τα φαγητά σερβιρισμένα)•
3. τμήμα ιδρύματος•личного состава τμήμα προσωπικού•справочный стол γραφείο πληροφοριών.
стол 2-а α.θώκος•княжский стол πριγκιπικός θώκος.